
Ο Πίνδαρος αναφέρει για τη Ρόδο: όταν ο Δίας και οι
άλλοι θεοί αποφάσισαν να μοιράσουν τη γη, ξέχασαν να
κρατήσουν έναν κλήρο για τον θεό Ήλιο, που έλειπε, καθώς
εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα. Όταν ο Ήλιος
ανέφερε την αδικία, ο Δίας ήταν έτοιμος να ξανακάνει την
κλήρωση, αλλά ο Ήλιος δεν τον άφησε, καθώς, μέσα από τη
θάλασσα είδε να αναδύεται μια εύφορη χώρα. Τότε ζήτησε
από τη Λάχεση και τον Δία να δώσουν όρκο, πως όταν το
νησί αυτό τελικά αναδυθεί θα είναι δικό του για πάντα,
όπως και έγινε.
Ο Διόδωρος ο Σικελός λέει, πως οι πρώτοι κάτοικοι του
νησιού ήταν οι Τελχίνες, σπουδαίοι τεχνίτες και
εφευρέτες, που κατείχαν μαγικές ικανότητες. Στο νησί ο
Δίας έσμιξε με την ντόπια νύμφη Ιμαλία, που του έκανε
τρεις γιους και ο Ποσειδώνας με την αδελφή των Τελχινών,
την Αλία, που του έκανε έξι γιους και μια κόρη, τη Ρόδο.
Όταν, μια φορά η θεά Αφροδίτη ταξίδευε από
τα Κύθηρα στην Κύπρο, οι γιοι του Ποσειδώνα την
εμπόδισαν να σταματήσει εκεί. Οργισμένη η θεά τους
τρέλανε και αυτοί βίασαν τη μητέρα τους και προκάλεσαν
πολλά κακά στον τόπο. Όταν ο Ποσειδώνας έμαθε τι είχε
γίνει, έθαψε τους γιους του στη γη. Η Αλία έπεσε εκούσια
στη θάλασσα και οι ντόπιοι της απέδωσαν θεϊκές τιμές,
ονομάζοντάς τη Λευκοθέα. Οι Τελχίνες έζησαν στο νησί
ωσότου να αντιληφθούν τον επερχόμενο κατακλυσμό, οπότε
το εγκατέλειψαν.
Μετά τον κατακλυσμό, ο θεός Ήλιος έσμιξε με τη Ρόδο στο
νησί, χαρίζοντάς του το όνομά της, και εξαφάνισε τα νερά
της πλημμύρας...